Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰς ὄψεις

См. также в других словарях:

  • CANCELLATAE Fores — quae alias Reticulatae, Graece δικιυωταὶ, solidis foribus, praecipue in prima ianua, apud Veteres praeponi solitae sunt. Vetus Scholiastes Aristophanis ad illud, Κλεῖε πηκτὰ δωμάτων πρὸς τὰς ἔμπροςθεν τῶ θυρῶν ἱςαμένας κιγκλίδας, πηκτὰς τὰς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JANUARUM Potestates — apud Tertullian. Ianitores sunt, quibus Cancellorum Potestates, h. e. Cancellarios iungit, quorum illi οἱ ἐπὶ θυρῶν, isti οἱ ἐπὶ κιγκλίδων, Graecis dicti sunt. Apud Vett. enim solidis foribus, praecipue in prima ianua, praeponebantur cancellatae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SPECULUM — primis mortalium aequor fuit undarum saxorumque laevor. Senec. Natur. Quaest. l. 1. c. 17. Rerum natura facultatem nobis dedit, nosmet ipsos videndi, fons cuique perlucidus, aut laeve saxum imaginem reddit. Unde Pastor ille Virgilianus, Ecl. 2. v …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιδάκνω — ἐπιδάκνω (Α) 1. δαγκώνω 2. (για καπνό, κρασί) ερεθίζω («ὁ καπνός ἐπιδάκνων τὰς ὄψεις», Αριστοτ.) 2. παθ. αισθάνομαι ζαλάδα 3. μέσ. ἐπιδάκνομαι πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκνω «δαγκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • κλαυκίθων — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαμπρυνόμενος τὰς ὄψεις» …   Dictionary of Greek

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

  • σκευοποιώ — έω, Α [σκευοποιός] 1. παρασκευάζω κάτι με τέχνη, με πανουργία, με ευφυΐα (α. «σκευοποιεῑν τὰς ὄψεις» λεγόταν για τις γυναίκες που έβαφαν τα πρόσωπά τους, Αλεξ. β. «σκευοποιεῑν διαθήκας» το να γράφει κανείς πλαστή διαθήκη, Ισαί.) 2. (το παθ.)… …   Dictionary of Greek

  • σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • ԱՉԱՑԱՒ — (ի, աց.) NBH 1 0266 Chronological Sequence: Unknown date, 9c, 10c, 11c, 12c, 15c ա. ὁφθαλμιαίων, νοσῶν τὰς ὅψεις oculis laborans Ունօղ զցաւ աչաց. ախտացեալ աչօք. աչքը ցաւոտ. *Ժանգ ջրոյն կարմիր եւ սպիտակ. եւ մինջեւ ցայսօր օգնէ աչացաւաց. Խոր. պտմ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»